- παλικινησία
- ηιατρ. συνεχής επανάληψη τής ίδιας κίνησης, όπως συμβαίνει στις ψυχοκινητικές κρίσεις.[ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. γαλλ. palikinesie (< πάλι + κίνηση)].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
πάλι — (ΑΜ πάλι και πάλιν) επίρρ. 1. (χρονικό) εκ νέου, ξανά, άλλη μια φορά (α. «πάλι με χρόνους με καιρούς, πάλι δικά μας θά ναι» β. «καὶ εἰσῆλθε πάλιν εἰς τὴν συναγωγήν», ΚΔ) 2. (τοπικό) πίσω (α. «θα σού δώσω πάλι όσα δανείστηκα» β. «πάλιν χώρει μηδ… … Dictionary of Greek